- Κυπριανός
- οαρχαίο και σύγχρονο κύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… … Dictionary of Greek
Κυπριανός, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1807 – 1870). Αγωνιστής του 1821. Έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό … Dictionary of Greek
Άγιος Κυπριανός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 48 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικής Μάνης … Dictionary of Greek
Φακινέτι, Κυπριανός — (Facchinétti, Καμπομπάσο 1889 – Ρώμη 1952). Ιταλός πολιτικός. Διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αργότερα διηύθυνε την ημερήσια ρεπουμπλικανική εφημερίδα Η Ιταλία του λαού. Εξελέγη βουλευτής το 1924 αλλά το 1926… … Dictionary of Greek
Куприян — Запрос «Киприан» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Куприян греческое Род: муж. Отчество: Куприянович Куприяновна Другие формы: Киприан Производ. формы: Куприянка; Куприяша; Купря[1] … Википедия
Киприан (Куцумбас) — В данной биографической статье не указано дата рождения и мирское имя данного епископа. Вы можете помочь проекту, добавив их … Википедия
Киприан Кипрский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Киприан (значения). Архиепископ Кипра Киприан Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός Архиепископ Новой Юстинианы и всего Кипра … Википедия
Киприан (Гиулес) — В этой биографической статье не указана дата рождения. Вы можете помочь проекту, добавив дату рождения в текст статьи … Википедия
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Чурила — Пленкович – имя богатыря в былинах, пользовавшегося успехом у женщин, засвидетельствовано в виде др. польск. Czuryɫo jakis gamrat bуɫ sɫawny w Kijowie (Рей, Zwierzyniec, 1562 г.; см. Брюкнер, KZ 46, 217; Sɫown. 82). Тем не менее восходит к греч.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера